- τράγειος
- -α, -ο / τράγειος, -εῑα, -ον, ΝΜΑ, και τράγιος, -(ί)α, -ον ΝΜ, και τράγεος, -έα, -ον και ιων. τ. θηλ. τραγείη και τ. ουδ. τραγεῖον, Α [τράγος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τράγο ή προέρχεται από τράγο, τραγήσιος (α. «τράγιο κρέας» β. «τῶν κρεῶν τὰ βόειά τε καὶ ταύρεια καὶ τράγεια», Φιλόστρ.)2. το ουδ. ως ουσ. το τράγιοα) το φυτό ανδρόσαιμοβ) το φυτό γλυκάνισονεοελλ.το ουδ. ως ουσ. κρέας τράγουαρχ.1. το θηλ. ως ουσ. (ενν. δορὰ) δέρμα τράγου2. το ουδ. ως ουσ. (στην Κρήτη) είδος υπερείκου που ευδοκιμεί το φθινόπωρο και το οποίο αποπνέει οσμή τράγου.
Dictionary of Greek. 2013.